- καθυπάρχω
- καθυπ-άρχω, strengthd. for ὑπάρχω, Plu.Cic.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθυπάρχω — (Α) (επιτατ. τού υπάρχω) υπάρχω από την αρχή («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῑ τοῡτο καθυπάρξαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ άρχω] … Dictionary of Greek